You are here
Αχρονη χώρα Tου Ηλία Καραβόλια
Ποτέ στην Ιστορία της χώρας δεν πέρασε τοσο γρήγορα ο χρόνος. Εδώ και 7 χρόνια νέκρωσαν τα ένστικτα,πάγωσαν τα αντανακλαστικά, αδρανοποιήθηκαν τα εθνικά ρεφλέξ. Τόσο συμπυκνωμένος πολιτικός/κοινωνικός/οικονομικός χρόνος, δεν υπήρξε ποτέ στον τόπο.Ακόμη και αυτό το φλερτ με το Τέλος που δεν έρχεται( κατα βάθος και εκ των υστέρων θα το θέλαμε να είχε συμβεί στην αρχή αυτής της κρίσης) αυτή η αρχέγονη ''επιθυμία καταστροφής'' ,μοιάζει πλέον με ''φυσιολογικό'' αυτοτροφοδοτούμενο σύμπτωμα ατομικής και συλλογικής νεύρωσης.
Η διαπραγμάτευση είναι σαν να μην σταμάτησε ποτέ. Οι αξιολογήσεις και τα εθνικά διαγωνίσματα μοιάζουν μόνιμα, συνεχή και χωρίς τέλος.Λίγοι πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει τι διαπραγματευόμαστε απο το 2010 μέχρι σήμερα. Όπως και λίγοι πιστεύουν πλέον ότι ''φθάναμε'' στην έξοδο, στο ξέφωτο, στα τέλη του 2014. Ποτέ δεν πίστεψε ο νεοέλληνας οτι θα έπιαναν τόπο οι θυσίες του. Ο ρεαλισμός της εθνικής ανάγκης για νοικοκυροσύνη, λιτότητα, περικοπές, μεταρρυθμίσεις,δεν ηταν ποτέ ισχυρότερος απο το αρχέγονο ένστικτο του θανάτου και της συνεπαγόμενης ατέρμονης οφειλής. Και αυτό το ένστικτο οδηγεί στο να πιστεύεις τα πλέον ανέφικτα,να εμπιστεύεσαι την υπόσχεση. Η εμπιστοσύνη και η αλήθεια όμως φεύγουν με το άλογο και έρχονται με τα πόδια.
Αναρωτιούνται πολλοί γιατί δεν κατεβαίνει στις πλατείες ξανά ο Έλληνας. Γιατί δεν εξεγείρεται και μένει απαθής. Αμελούν προφανώς ότι το συλλογικό ασυνείδητο είναι δομημένο σαν μια χρονική ασυνέχεια: ποτέ δεν καταλαβαίναμε το κόστος της βραχυπρόθεσμης θυσίας για ένα προσδοκώμενο μακρόχρονο όφελος. Αν ίσχυε αυτό, τότε θα είχαμε καταλάβει και το αντίθετο του: βραχυπρόθεσμα οφέλη και υποσχέσεις εύκολης μετάβασης στην κανονικότητα συνεπάγονται μακροπρόθεσμες ανισορροπίες και προβλήματα. Θα είχαμε καταλάβει δηλαδή το κακό που προξένησαν στον τόπο οι πολιτικές του Ανδρέα Παπανδρέου στην δεκαετία του '80, οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004, το ''πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης'' τον Σεπτέμβριο του 2014, και πολλά άλλα που ο καθένας δικαιούται να γράψει ανάλογα με την δική του οπτική.
Και φθάσαμε σήμερα να ξαναθυμόμαστε τις διαχωριστικές γραμμές Δεξιάς-Αριστεράς.Με ευθύνη πολλών, δυστυχώς. Φθάσαμε να διεξάγουμε μικρούς εμφύλιους στο facebook ενώ προσποιούμαστε αλληλοκατανόηση στους δρόμους, στα αληθινά καφενεία, στην καθημερινότητα του άγχους.
Ποτέ στο ελληνικό γονίδιο δεν διεγράφησαν οι ιδεολογικές διαφορές.Για την ακρίβεια όμως πρόκειται για ψευδο-ιδεολογικές διαφορές. Ελάχιστοι γνωρίζουν σε αυτό τον τόπο τί πιστεύουν, ποιά τα στραβά του δόγματος τους, ποιά η αληθινή ιστορία, ποιές οι πολιτικές που συμβολίζουν έννοιες-φορτία, όπως σοσιαλδημοκρατία, φιλελελευθερισμός. Ημιμάθεια, στην οποία φυσικά βασιλεύει η λαική σοφία: σε αυτό τον τόπο, είσαι ότι δηλώσεις( ασχέτως αν δεν ξέρεις τι είσαι)
Οι αληθινές διαφορές είναι άλλες. Είναι ταξικές. Και ήταν αφανείς.Όμως τώρα,οι έχοντες τρέμουν επειδή απαξιώνεται η περιουσία τους και πέφτουν τα προηγούμενα υψηλά εισοδήματα τους. Και οι μή έχοντες, προσγειώθηκαν απότομα απο την υποτιθέμενη εγκατάσταση τους στην μεσαία τάξη. Λέω υποτιθέμενη διότι η ελληνική οικονομία είχε επί πολλά χρόνια, κυρίως μετά το 1981, μια ''χάρτινη'' μεσαία τάξη. Και αυτό γιατί μια συνεχώς αυξανόμενη ευμάρεια σχεδόν για τους περισσότερους, έμοιαζε σαν να είχε διάρκεια για πολλές γενιές. Ο χρόνος όμως διορθώνει τις στρεβλώσεις και επαναφέρει το οικονομικό σύστημα στην ''φυσιολογική'', δυστυχώς, θέση ισορροπίας του: υπάρχουν οι λίγοι με πολύ πλούτο και οι πολλοί που σταδιακά θα βλέπουν τον όποιο δικό τους πλούτο, να μειώνεται. Και το χειρότερο; Να μην καταλαβαίνουν οτι ο πλούτος αναδιανέμεται ''ύπουλα''. Ναι, δυστυχώς αυτό συμβαίνει, αυτός είναι ο μόνος αυτοματισμός του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού γίγνεσθαι.
Στην περίοδο των παχέων αγελάδων που πέρασε η χώρα,τα λεφτά απο τις τσέπες μας και τις δουλειές μας, δεν πήγαν στο φεγγάρι. Μαζί με πολύ ιδρώτα μας, πήγανε εκεί που προστάζει η εντροπία του συστήματος : στα μεγάλα πορτοφόλια που μας πωλούσαν τα πάντα.Το δε μεγάλο ψέμα, ότι όλοι φτωχαίνουμε, όλοι χάνουμε εισοδήματα και περιουσίες,έχει κοντά ποδάρια. Γιατί μόλις καθήσει η σκόνη της δήθεν μαζικής ανέχειας, θα φανεί ποιοί αγόρασαν γή, σπίτια και περιουσίες, σε τιμές ξεπουλήματος. Όπως ακριβώς αγοράζουν κάποιοι, ξένοι και ντόπιοι,την δημόσια περιουσία. Με οικονομικούς όρους : ζήσαμε και ζούμε κρίση υπερσυσσώρευσης και μια τέλεια παγίδα ρευστότητας, την οποία δεν βλέπουμε γιατί την ίδια ώρα ζούμε με capital controls και το χρήμα λείπει όλο και περισσότερο.
Πήγε να εκμεταλλευτεί ο τωρινός πρωθυπουργός αυτή την ταξική πραγματικότητα. Όχι μόνο δεν του βγαίνει αλλά με τις επιλογές του για μια πολιτική αναδιανομής που βασίζεται στην υψηλή φορολόγηση και όχι στην αύξηση του ΑΕΠ, επιτείνει αυτή την αμείλικτη οικονομική πραγματικότητα των έντονων ανισοτήτων. Η δε τελευταία διετία της δήθεν χρήσιμης καθυστέρησης λόγω ''σκληρής'' διαπραγμάτευσης, είναι ταφόπλακα στο νεκρό σώμα της οικονομίας.
Μπορεί να ζούμε σε μια άχρονη χώρα, όμως τελικά είναι πολύ βολική η εκδοχή της ατέρμονης οφειλής, άρα και της μόνιμης διαπραγμάτευσης για δήθεν κατι καλύτερο.Δεν είναι μακριά η ώρα που τα ταξικά συμπλέγματα διαφοροποίησης θα έλθουν στην επιφάνεια, όπως οι εμφυλιοπολεμικές αναμνήσεις. Άλλωστε η κρίση, ξάπλωσε στο ντιβάνι τον νεοέλληνα οχι ως υποκείμενο αντίδρασης για το μέλλον αλλα ως υποκείμενο παθητικής υποταγής στο ιστορικό παρελθόν του.
Μια υπόκωφη βοή διαμαρτυρίας στο συλλογικό ασυνείδητο θα συνεχίσει να καπελώνεται απο την ισχύ της ατομικής καθίζησης.Οι πλατείες δεν θα ξαναγεμίσουν εύκολα. Η χώρα θα παραμείνει προσεχώς εντός μιας ανούσιας ταλάντωσης, εντός ενός συνεχούς εκκρεμούς μεταξύ έντονης στασιμότητας και ανίσχυρης επανεκκίνησης. Το ξέρουν παρα πολύ καλά οι δανειστές γι αυτό και δεν μετράνε πλέον τον χρόνο αντίστροφα. Ξέρουν ότι θα παραμείνουμε άχρονη χώρα που έχασε το πλεονέκτημα της γρήγορης και απότομης χρεοκοπίας( 2010-2011) και που τώρα απλά θα καρκινοβατεί χωρίς να πεθαίνει, χωρίς να επανέρχεται σε υγιή τροχιά. Όσοι βλέπουν το Τέλος και όσοι φαντασιώνονται την Αρχή, βολεύονται ψυχολογικά και επιβεβαιώνουν ότι ζούμε σε μια χώρα στην οποία ο Χρόνος έχει πλέον πεθάνει...
* Τίτλος βιβλίου του Ρούσσου Βρανά(2002,εκδ.Ποταμός)