You are here
Εκδότες στο εδώλιο για κατασκοπεία
Οι πρώην εκδότες της εφημερίδας News of the Worldδικάζονται στο Λονδίνο υπό τις κατηγορίες της κατασκοπείας εις βάρος προσωπικών τηλεφωνικών συνομιλιών. Η υπόθεση στήθηκε πάνω στην μαρτυρία ενός στενού συνεργάτη του εκδότη, Ρούπερτ Μέρντοχ, και δείχνει σε ποιο σημείο ήταν πρόθυμη να φτάσει η βρετανική εφημερίδα προκειμένου να βγάλει «λαβράκι».
- Κοινοτοπίες
Τον Μάρτιο του 2002, ένα κορίτσι εξαφανίστηκε στην νότια Αγγλία. Το όνομά της ήταν Αμάντα Ντάουλερ, είχε το ψευδώνυμο «Μίλυ», και ήταν 13 χρονών. Το περιστατικό είχε συγκλονίσει την χώρα.
- Η αστυνομία ξεκίνησε τις έρευνες για εκείνη ακόμη και με ελικόπτερα που έφεραν ειδικές κάμερες. Ο Γκλεν Μαλκαϊρ, ιδιωτικός ντεντέκτιβ, είχε λάβει μέρος στην έρευνα. Ο Μαλκάϊρ δεν εργαζόταν για την αστυνομία ή για την οικογένεια Ντάουλερ. Δούλευε για την εφημερίδα News of the World με σκοπό να την βοηθήσει να εξασφαλίσει ένα αποκλειστικό.
Αυτή η πρακτική δεν είναι ασυνήθιστη για τα λονδρέζικα ΜΜΕ. Πολλές φορές χρησιμοποιούν επαγγελματίες για να ψάξουν αντί για εκείνους. Οι ιδιωτικοί ντεντέκτιβ είναι χρήσιμοι σε αυτό τον τομέα γιατί μπορούν να αξιοποιήσουν κάθε νόμιμο και μη μέσο για να βρουν την άκρη του νήματος, χωρίς οι εντολοδότες τους να λερώσουν τα χέρια τους. Ο Μαλκάϊρ λοιπόν, δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να βρει το τηλέφωνο της μικρής Μίλυ.
- Στις 14 Απριλίου του 2002, η News of the World επικαλούνταν ένα μήνυμα από το κινητό της, το οποίο είχε υποκλέψει ο ντεντέκτιβ. Το μήνυμα το είχε στείλει ένας υπάλληλος εταιρίας αναζήτησης ταλέντων, που αργότερα αποδείχθηκε ότι είχε στείλει το μήνυμα σε λάθος νούμερο. Η αστυνομία εστιάζοντας σε άλλα στοιχεία βρήκε το σώμα της 13χρονης σε ένα δάσος μήνες αργότερα.
Το μήνυμα από το κινητό της Ντάουλερ αποτελεί κομβικό σημείο του κατηγορητηρίου εις βάρος του εκδότη αλλά και των δημοσιογράφων Ρεμπέκα Μπρουκς και Άντυ Κούλσον. Η Βασιλική Εισαγγελία στο Λονδίνο τους έχει αποδώσεις τις κατηγορίες της συνωμοσίας για την υποκλοπή εκατοντάδων τηλεφωνικών κλήσεων σε βάθος χρόνων, για δωροδοκία δημόσιων λειτουργών και για παρεμπόδιση των ερευνών.
- Προδοσία, Λάδωμα και Απληστία
Όπως γράφει το γερμανικό περιοδικό Spiegel, πρόκειται για την μεγαλύτερη δίκη ΜΜΕ στην ιστορία της Βρετανίας. Περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι και δημόσιοι λειτουργοί έχουν συλληφθεί μέχρι στιγμής και στα θύματα των παρακολουθήσεων συμπεριλαμβάνονται πολλοί από τους celebrities και τους πολλά υποσχόμενους πολιτικούς της χώρας: Ο Πρίγκιπας Χάρι και άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας, οΠολ Μακάρτνεϋ – το θρυλικό «σκαθάρι», ο ηθοποιός Χιου Γκράντ, μια γραμματέας του και μια ερωμένη του, μέλη του κοινοβουλίου, αθλητές, δημοσιογράφοι, πολλοί σταρ της τηλεόρασης και η μασέρ του ποδοσφαιριστή Γουέην Ρουνεϊ.
- Η ακρόαση ενώπιον του δικαστηρίου, που λαμβάνει χώρα εδώ και εβδομάδες, έχει αποκαλύψει μερικές από τις πιο σκοτεινές σελίδες της βρετανικής δημοσιογραφίας. Η δίκη περιστρέφεται γύρω από τις κατηγορίες της δωροδοκίας, της προδοσίας, της απληστίας και των δεσμών μεταξύ δημοσιογράφων και κυβέρνησης. Η Ρεμπέκα Μπρουκς είναι στενή συνεργάτης του βαρόνου των ΜΜΕ, Ρουπερτ Μέρντοχ. Η δίκη της θεωρείται ένα ενδεικτικό σημάδι του ποιόντος του ομίλου του Μέρντοχ.
- Big (showbiz) Brother
Μάλιστα, έχει σχολιαστεί ότι το βρετανικό κοινό παρακολουθεί τις εξελίξεις στην δίκη με την ίδια προσήλωση που παρακολουθεί και τα νέα επεισόδια της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς Downton Abbey. Το αποτέλεσμα της δίκης αναμένεται να φέρει στην επιφάνεια ζοφερές ιστορίες που έχουν θαφτεί βαθιά στο χώμα από τους εμπλεκόμενους στην σοουμπιζ. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία συναινούν σε αυτό, αφούκάθε άλλο παρά έχουν απογοητεύσει το κοινό.
- Καταγραφές ηχητικών μηνυμάτων έχουν αναπαραχθεί εντός της αίθουσας του δικαστηρίου. Ένα αναπάντεχο ερωτικό ειδύλλιο έχει έρθει στο προσκήνιο. Ένα μοντέλο είπε ότι είχε δώσει σε δημοσιογράφους τις φωτογραφίες από τον υπέρηχο που απεικόνιζαν το έμβρυο που κυοφορούσε. Ο πρώην σύντροφός της μίλησε για τα οικονομικά του προβλήματα και για την νύχτα που πέρασε με την κόρη του Μικ Τζάγκερ, του τραγουδιστή των Rolling Stones. Ο δικαστής είχε ζητήσει αρχικά να μην γίνει η αίθουσά του «τσίρκο», αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ πράξη. Τηλεοπτικά συνεργεία και φωτογράφοι αναμένουν κάθε μέρα έξω από το δικαστικό μέγαρο περιμένοντας ποιός θα εμφανιστεί.
- Καριέρα στον βούρκο
Και οι δυο κατηγορούμενοι δημοσιογράφοι, ηλικίας 45 ετών, «έχουν ικανή εμπειρία στους βάλτους των φυλλάδων», αναφέρει το Spiegel, που περιγράφει ότι κάθε μέρα στην αίθουσα του δικαστηρίου κάθονται παγωμένοι πάνω από έγγραφα που τους καταδεικνύουν ως ενόχους.
- Συγκεκριμένα, η Μπρουκς ξεκίνησε την σταδιοδρομία της 20 ετών στην συγκεκριμένη εφημερίδα. Γρήγορα κατάφερε να ανελιχθεί στην ιεραρχία και να γίνει αρχισυντάκτρια σε θέματα έρευνας. Στα 34 της, έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Sun – της πιο καυστικής φυλλάδας της Αγγλίας, επίσης του ίδιου εκδότη. Αργότερα τέθηκε επικεφαλής της News International, του εκδοτικού οίκου που βγάζει τις εφημερίδες του Μέρντοχ (Sun, Times, Sunday Times, News of the World).
Ο Κούλσον ξεκίνησε να δημοσιογραφεί περίπου την ίδια περίοδο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, εργάστηκε ως ρεπόρτερ στην Sun και αργότερα του δόθηκε μια κουτσομπολίστικη στήλη. Όταν η Μπρουκς βρέθηκε επικεφαλής της εφημερίδας, ο Κούλσον έγινε αρχισυντάκτης της News of the World. Το 2007 ο νυν πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, προσέλαβε τον Κούλσον ως επικεφαλής του γραφείου επικοινωνίας του Συντηρητικού Κόμματος. Μετά τις εκλογές του 2010 έγινεδιευθυντής του Γραφείου Τύπου της Ντάουνινγκ Στριτ.
- Οι εισαγγελείς τους κατηγορούν ότι είχαν επίγνωση του υλικού που έφερνε ο Μαλκάιρ. Επίσης κατηγορούν την Μπρουκς ότι ως δημοσιογράφος της Sun είχε εγκρίνει πληρωμές σε κυβερνητικά στελέχη ανάμεσα στους οποίους και ένας στρατιωτικός που ζήτησε 4.830 ευρώ για μια φωτογραφία του Πρίγκιπα Ουίλιαμ με μπικίνι. Ο Κούλσον σύμφωνα με το κατηγορητήριο ενέκρινε πληρωμές προς τους φρουρούς του Μπάκινχαμ ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στα τηλέφωνα της βασιλικής οικογένειας. Τέλος, η Μπρουκς και ο σύζυγός της κατηγορούνται ότι κατέστρεψαν ενοχοποιητικά στοιχεία και εμπόδισαν το έργο της αστυνομίας.
Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τα πάντα.
- Τα πάντα για ένα «λαβράκι»
Η δίκη είναι ενδεικτική ενός μέρους της βρετανικής δημοσιογραφίας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι βρετανικές εφημερίδες και οι ρεπόρτερ τους έχουν την φήμη ότι είναι πρόθυμοι να πουλήσουν την ψυχή τους για ένα καλό ρεπορτάζ. Σε αντίθεση με την Γερμανία ή τις ΗΠΑ, η Βρετανία δεν έχει κάποιον νόμο που να προστατεύει τον τύπο συγκεκριμένα. Αυτό έχει οδηγήσει πολλούς δημοσιογράφους να χρησιμοποιούν ακραίες μεθόδους για να δείξουν ότι έχουν δικαίωμα ύπαρξης.
- Επίσης, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός έχει οδηγήσει τους δημοσιογράφους να αναζητούν διακαώς ένα αποκλειστικό. Έντεκα μεγάλες ημερήσιες βρετανικές εφημερίδες εκδίδονται στο Λονδίνο χωρίς να συνυπολογίζονται οι free press. Ο Μαλκάϊρ ήταν μόνο ο ένας από τους πολλούς που πλούτισαν από τις αυξανόμενες απαιτήσεις των εκδοτών. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, δεκάδες ιδιωτικοί ντεντέκτιβ απασχολούνταν από εκδότες. Οι ρεπόρτερ της News of the World, όπως περιγράφει ο Πολ Μακμούλαν, ένας εξ αυτών, ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να «βγει» το θέμα: να κλέψουν φωτογραφίες από πρωθυπουργούς, να παραβιάσουν λογαριασμούς email επιφανών ηθοποιών ή να παρακολουθήσουν τηλεφωνικές επικοινωνίες.
Κανένα θέμα δεν ήταν «λίγο» για την εφημερίδα. Όσο πιο πολλά υποσχόμενα ήταν τα θέματα τόσο το καλύτερο. Στα τέλη του 2005, ο ρεπόρτερ της για την βασιλική οικογένεια έγραψε για έναν τραυματισμό που είχε στο γόνατο ο Πρίγκιπας Ουίλιαμ. Αυτό δεν ήταν αξιόλογη είδηση αλλά ήταν αρκετό για να εγείρει υποψίες για το προσωπικό του Μπάκινχαμ και να οδηγήσει την Σκότλαντ Γιάρντ να ξεκινήσει έρευνα.
- Ο Μουλκάιρ, που βρέθηκε από την έρευνα να έχει εκατοντάδες παράνομες ηχογραφήσεις στην κατοχή του, καταδικάστηκε σε 6 μήνες φυλάκιση και ο ρεπόρτερ σε 4 μήνες. Ο Κούλσον παραιτήθηκε από την αρχισυνταξία της News of the World.
Ο εκδότης δήλωσε ότι ο δημοσιογράφος έδρασε μόνος του και χωρίς την άδεια ή την γνώση των ανωτέρων του. Η έρευνα σταμάτησε εκεί και ποτέ δεν εξετάστηκαν οι σημειώσεις του ντεντέκτιβ που θα έδειχναν πιθανώς ποιοί ήξεραν και ποιοί όχι για την παρακολούθηση.