You are here
H 25η Γενάρη 2015 από τη σκοπιά της Σουηδίας -Του Παναγιώτη Παύλου
Παρατηρώντας τον Γολγοθά τον οποίο ανέρχεται η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, ζώντας από απόσταση την αγωνία εκατομμυρίων ανθρώπων που αγωνίζονται για τα στοιχειώδη σε ένα εν πολλοίς καταρρακωμένο κράτος (παρά τους πασιφανώς ουτοπικούς περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της παραπαίουσας, για μια ακόμη φορά, δυστυχώς, πολιτικής ηγεσίας), αισθάνεσαι τα χιλιάδες χιλιόμετρα απόστασης που σε χωρίζουν από τον τόπο του μαρτυρίου εξ αίφνης να μηδενίζονται.
- Ελλείψει άλλων δυνάμεων συνδρομής προς τους αναξιοπαθούντες αναζητάς τρόπους έμμεσης στήριξης. Αυτή η αναζήτηση σε οδηγεί να συλλογιστείς ζητήματα που νιώθεις ότι πρέπει, αν όχι να απαντηθούν, τουλάχιστον να τεθούν από κάθε πολίτη, ο οποίος για μια ακόμη φορά θα επιδιώξει την προσεχή Κυριακή να ενσαρκώσει με την ψήφο του μια ελπίδα σωτηρίας.
Η κρισιμότητα των περιστάσεων και η τραγικότητα της φάσης αυτής της ιστορίας που διανύουμε προκαλούν την διατύπωση ενός ασυνήθους, καίριου, ωστόσο, ερωτήματος: για ποιό λόγο οι Έλληνες πολίτες δεν λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν την ξεκάθαρη θέση του Ιουδαίου άρχοντα και βασιλέως της αρχαιότητας Δαβίδ, ο οποίος προτρέπει: «μην πιστεύετε σε άρχοντες, σε παιδιά ανθρώπων, καθώς είναι αδύνατον να σας προσφέρουν σωτηρία»;
- Φαίνεται ότι η προτροπή αυτή του Δαβίδ φέρει ένα καίριο πολιτικό περιεχόμενο, χρήσιμο και ταιριαστό συνάμα στους Νεοέλληνες.
Ο λόγος; Διαθέτουμε ως λαός μία μοναδική, πανίσχυρη ικανότητα -τόσο ισχυρή που όταν δεν την ελέγχουμε μας οδηγεί μαθηματικά στον αφανισμό- να προσκολλόμαστε σχεδόν ψυχοπαθολογικά στους ηγέτες μας. Αυτή η προσκόλληση ευθύνεται κατά κύριο λόγο για δύο τινά. Αφενός, για το γεγονός ότι εξακολουθούμε να λατρεύουμε τα πολιτικά πρόσωπα –εδώ η ανάλυση υπερβαίνει κάθε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο-μολονότι η ιστορία ήδη καταγράφει εγκληματικές ευθύνες εις βάρος όλων όσοι έχουν προδώσει επανειλημμένα ως τώρα -και συνεχίζουν- τις υγιείς προσδοκίες του ελληνικού λαού, ενώ έχουν αναδείξει με την πολιτική πράξη τους τις χειρότερες αδυναμίες του.
- Αφετέρου, για το ότι είμαστε συχνά ανίκανοι να απομονώσουμε όποιον η συνείδησή μας μάς καταμαρτυρά (ή, χειρότερα, δεν μας καταμαρτυρά πλέον) ότι βλάπτει τον τόπο.
Εδώ ο τόπος έχει και την κυριολεκτική έννοια του χώρου. Είναι καίριο να μην βλάπτεται ο τόπος, καθώς έχει μεγίστη σημασία ως χώρος, όπως θα επεσήμαινε και ο Παναγιώτης Κονδύλης, παρά τις εσφαλμένες δημόσιες εκτιμήσεις ενός πρώην Πρωθυπουργού μας αλλά και ενός άλλου αρχηγού νεοσύστατου κόμματος, οι οποίοι προκρίνουν την ευημερία του λαού ακόμη και εις βάρος της γης του.
- Η τυφλή προσκόλληση σε ανθρώπους στους οποίους η ανάθεση της μοίρας του τόπου γίνεται με κύριο κριτήριο τον ενθουσιασμό, την συναισθηματική έξαρση και τη συνακόλουθη ψυχολογική εξάρτηση του ψηφοφόρου από το πρόσωπο του ηγέτη, απορρέουν από μια θεμιτή, ανιδιοτελή στην αρχή, συμπάθεια και ευπιστία προς το (πολιτικό) πρόσωπο, χαρακτηριστικό της αρετής του ελληνικού λαού εν γένει.
Αυτή η αρετή όμως συχνά μετατρέπεται σε ιδιοτελή προσκόλληση η οποία συνεπάγεται την εντέλει τύφλωση του πολίτη, και τότε ευθύνεται για το παράδοξο των ημερών να διεκδικούν εκ νέου την ψήφο των Ελλήνων πολιτικά όντα τα οποία έχουν οδηγήσει τον λαό σε βιωμένη πλέον καταστροφή.
- Ένα δεύτερο ερώτημα που τίθεται σε συνάρτηση με τα προηγούμενα είναι: έχουμε, άραγε, οι Έλληνες συνείδηση του διακυβεύματος το οποίο η πολιτική πράξη και εν προκειμένω το συνταγματικό δικαίωμα της 25ης Ιανουαρίου καλείται να διαχειριστεί;
Έχουμε ιδία γνώση, επίγνωση του διακυβεύματος, ή αποκοιμόμαστε στη ναρκωτική μαγεία του πλεονάζοντος πολιτικού ψεύδους; Ενός ψεύδους που επιχειρεί να σχετικοποιήσει το διακύβευμα αλλοιώνοντάς το και προσαρμόζοντάς το στα μέτρα και σταθμά της εκάστοτε πολιτικής ισχύος των κομμάτων;
- Ο βασιλέας και προφήτης Δαβίδ φαίνεται να έχει σαφή γνώση και συνείδηση του πολιτικού παιγνίου, γι’ αυτό και είναι παράδοξα ευθύς, όταν αυτός, ένας πανίσχυρος άρχοντας ο ίδιος, προειδοποιεί το λαό ότι με τους άρχοντες δεν υπάρχει σωτηρία. Γιατί;
Διότι σωτηρία σημαίνει ακεραιότητα. Η ακεραιότητα όμως σημαίνει ενότητα, η οποία πάντως προϋποθέτει το όλον. Το όλον όμως de facto δεν υπηρετείται από κομματικούς σχηματισμούς. Διότι αυτοί, εξ ορισμού, αποδέχονται μόνο θεωρητικά το «η ισχύς εν τη ενώσει», καθώς στην πολιτική πράξη υιοθετούν το «ισχύς εν τη πολώσει», υπηρετώντας έτσι το «διαίρει και βασίλευε» προς όφελος των ξένων ισχυρών παικτών (συμμάχων). Έτσι όμως δεν υπάρχει σωτηρία.
- Σκεπτόμενος κατ' αυτόν τον τρόπο, μπορεί κανείς να αξιολογήσει και να εκτιμήσει τις προθέσεις κι εκείνων οι οποίοι, μη έχοντας υπάρξει ποτέ ως τώρα σε κυβερνητικές θέσεις ή, έστω, σε κόμματα εξουσίας, επιζητούν ήδη την ψήφο του ελληνικού λαού επιστρατεύοντας την υπόσχεση για «κυβέρνηση όλου του λαού», όλων των Ελλήνων.
Αυτό είναι ευχής έργο, βεβαίως. Φαίνεται, όμως, είτε να εθελοτυφλούν είτε να αγνοούν κι αυτοί ότι κυβέρνηση του όλου και κόμμα -έστω και εκ πολλών συνιστωσών συνιστάμενο- δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Η αυτοδυναμία όταν επιδιώκεται εις βάρος άλλων, μολονότι θεωρείται επιτυχία αυτού που την επιτυγχάνει, συνιστά αδυναμία και αποτυχία για το όλον. Η πολιτική ρητορεία, άλλωστε, του δικομματισμού το απέδειξε αυτό περίτρανα επί δεκαετίες, αφού στο ιδεολογικό της “όλον” δεν χώρεσε το οντολογικό «καθ' έκαστον», με συνέπεια τα ιδεολογήματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αριστεράς – δεξιάς, διεθνισμού - εθνικισμού, προόδου – συντηρητισμού, σοσιαλισμού - φιλελευθερισμού, να έχουν πλέον οδηγήσει τον λαό στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό και την εξαθλίωση.
- Ίσως είναι πια καιρός, με την συμπλήρωση 190 χρόνων κομματικού πολιτικού βίου στον ελλαδικό χώρο και 40 χρόνων μεταπολίτευσης, να συνειδητοποιήσουμε και να αναλογιστούμε έμπρακτα ότι αυτός ο λαός αξίζει σωτηρίας, αξίζει ενότητας και, άρα, έχουμε χρέος ως «καθ' έκαστον» να υπερασπιστούμε το «καθ’ όλου».
Αξίζει, ως πολίτες φέροντες ψήφο να υπηρετήσουμε παντί τρόπω την πάσης φύσεως ακεραιότητα αυτού του τόπου και αυτού του λαού, αντιμετωπίζοντας δανειστές και πάσης φύσεως σωτήρες με μια πυγμή και παύοντας να αναθέτουμε παρελθόν, παρόν και μέλλον σε ολίγιστους, ολιγάρχες και ολιγαρχόμενους, σε ανθρώπους των οποίων οι ιδεολογικές αγκυλώσεις, ο πολιτικός αμοραλισμός, η έλλειψη ηθικής ακεραιότητας και σοφίας δεν τους επιτρέπουν να δουν το όλον στο κάθε επιμέρους, με συνέπεια να είναι αδιάφοροι και ανίκανοι για τη σωτηρία των μη ταυτιζόμενων με την δική τους ετερότητα.
- Ας επιβάλουμε, επιτέλους, στο βαθμό που εξαρτάται από την ψήφο μας, το τέλος της κομματοκρατίας και του κατακερματισμού, κραυγάζοντας στους εκπροσώπους μας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ότι οφείλουν στον ελληνικό λαό, αυτούς που είναι τώρα εδώ, όσους έφυγαν κι εκείνους που είναι να ‘ρθουν, το χρέος της ενότητας.
* Ο Παναγιώτης Παύλος υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας και Research Fellow στο Πανεπιστήμιο του Όσλο.